- ἐνδίφριος
- ἐνδίφριοςsitting on the same seatmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδίφριος — ἐνδίφριος, ον (Α) 1. καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με κάποιον 2. φρ. «ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης» ικέτης πλάι στον δίφρο του … Dictionary of Greek
ἐνδιφρίους — ἐνδίφριος sitting on the same seat masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)